- αυατα
- αὐάταἡ эол. Pind. = ἄτη См. ατη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυάτα — αὐάτα, η (αιολ. τ.) (Α) η άτη … Dictionary of Greek
αὐάταν — αὐάτᾱν , ἄτη bewilderment fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek